επισυνθήκη

επισυνθήκη
ἐπισυνθήκη, ἡ (Α)
προσθήκη άρθρου σε προηγούμενη συμφωνία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐπισυνθήκας — ἐπισυνθήκᾱς , ἐπισυνθήκη additional article to a treaty fem acc pl ἐπισυνθήκᾱς , ἐπισυνθήκη additional article to a treaty fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”